- συμποσιακός
- συμποσιακόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμποσιακός — ή, ό / συμποσιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει στο συμπόσιο και στους συμποσιαστές («λόγους συμποσιακούς», Πλούτ.). επίρρ... συμποσιακῶς Α όπως ταιριάζει σε συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + κατάλ. ακός (πρβλ. ἰχθυ ακός)] … Dictionary of Greek
συμποσιακά — συμποσιακός of neut nom/voc/acc pl συμποσιακά̱ , συμποσιακός of fem nom/voc/acc dual συμποσιακά̱ , συμποσιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακῶν — συμποσιακός of fem gen pl συμποσιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακόν — συμποσιακός of masc acc sg συμποσιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακαί — συμποσιακός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακοῖς — συμποσιακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακοί — συμποσιακός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακούς — συμποσιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακῆς — συμποσιακός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιακή — συμποσιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)